Αναδημοσίευση από το μηνιαίο περιοδικό "Άποψη"
Καμιά γενιά στην Κύπρο δεν είναι ίδια με την προηγούμενη ή την επόμενη. Είναι τόσο πολυκύμαντη η ιστορία της Κύπρου ώστε σχεδόν η κάθε γενιά να μεγαλώνει κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από την προηγούμενη μειώνοντας έτσι τις ελπίδες για πολλούς κοινούς κώδικες. Υπήρξε, για παράδειγμα, η γενιά που έζησε τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην Αγγλοκρατία. Αυτή ήταν η γενιά που καλωσόρισε με ελπίδες τους νέους κατακτητές προσβλέποντας στην Ένωση με την Ελλάδα. Υπήρξε η γενιά των Οκτωβριανών και της Παλμεροκρατίας, η οποία στερήθηκε τα οικογενειακά παραδοσιακά γεύματα της Κυριακής γιατί οποιαδήποτε συγκέντρωση πέραν των τριών ατόμων ήταν ύποπτη και απαγορευμένη από τους Άγγλους. Υπήρξε η γενιά που μεγάλωνε στα χρόνια του αγώνα της ΕΟΚΑ, σε κλίμα εθνικής παλιγγενεσίας. Εν μέρει, από τις τυχερότερες γενιές σύγχρονων Ελλήνων. Υπήρξε και η γενιά της Ανεξαρτησίας, χρόνια στα οποία, φυσικά, πρωταγωνίστρια ήταν όχι η ίδια η γενιά αλλά η μέλισσα που τσιμπούσε το -τραγικά και αιώνια – παχύ μας δέρμα. Υπήρξε και η γενιά των παιδιών του 1974, ταλαιπωρημένη γενιά.
Τέλος, υπάρχουμε εμείς, η μεταπολεμική γενιά, η γενιά του δεν ξεχνώ. Πρόκειται για μια γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πραγματικά δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κουβαλώντας μέσα της τον βουβό πόνο των ενηλίκων γύρω της που έζησαν μια καταστροφή στην ολότητά της. Μια γενιά που δεν έχει μνήμες από την παλιά, καλή, κακή ή μέτρια συμβίωση και που γνώρισε τους Τούρκους μόνο από φωτογραφίες που σχετίζονταν με την εισβολή. Μια γενιά της οποίας η όλη εκπαίδευση κινήθηκε γύρω από τον άξονα του δεν ξεχνώ και που κατηγορήθηκε συχνά – πυκνά από γονείς και δασκάλους για αδιαφορία, αλλά ίσως –τελικά- να μην αδιαφόρησε.
Αυτή η γενιά βρίσκεται τώρα στο άνθος της ηλικίας της, στο απώγειο της παραγωγικότητας και δημιουργικότητας της. Είναι μια γενιά με απαιτήσεις, όχι μόνο γιατί σε συντριπτικά ποσοστά βγήκε έξω, μορφώθηκε και επέστρεψε οικειοθελώς και με τρομερό δυναμισμό για να κάνει πράξεις αλλά και για έναν ακόμα βασικότατο λόγο. Η γενιά του δεν ξεχνώ είναι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες η μόνη γενιά Ελλήνων στην Κύπρο που μεγάλωσε χωρίς να την ορίζουν κατακτητές, χωρίς έλεγχο στα σχολεία, χωρίς φόρους υποτελείας, χωρίς κέρφιου, χωρίς κρατητήρια και βασανιστήρια. Και η ειδοποιός διαφορά της από τη γενιά της Ανεξαρτησίας: χωρίς συγκρούσεις, μάχες και βομβαρδισμούς. Η γενιά του δεν ξεχνώ μεγάλωσε μεν πολιορκημένη, περικυκλωμένη από οδοφράγματα, αλλά ελεύθερη. Είναι μια γενιά που, ακριβώς επειδή δεν μεγάλωσε δούλη, δεν ξέρει να σκύβει το κεφάλι. Μεγάλωσε σε μια δημοκρατία όπου ο κάθε άνθρωπος είχε μια ψήφο και αυτό θα είναι το μέτρο σύγκρισης της. Δεν είναι όμοια ή εξίσου απεγνωσμένη με τη γενιά που για να ξεφύγει από την Αγγλοκρατία αναγκάστηκε να δεχθεί βραχύβιες πλασματικές ανεξαρτησίες που της προσφέρθηκαν και άλλα δαιμόνια.
Προκύπτει όμως τώρα ολοένα και πιο έντονο το εξής οξύμωρον: αφού δίδαξαν με περισσή επιμονή σε αυτή τη γενιά να μην ξεχνά, της ζητούν τώρα, χωρίς επιλογή, να ξεχάσει. Να ξεχάσει όχι μόνο τα εμφανή αλλά και την Ελευθερία σαν ιδέα, και τη Δικαιοσύνη που διδάχθηκε, και τη Δημοκρατία που έζησε.
Τώρα καλούμαστε να σχίσουμε – άλλη μια φορά, άλλη μια γενιά, άλλη μια ιδέα – τα παλιά μας τετράδια. Αυτά που έφεραν στο εξώφυλλο αχνές τις φωτογραφίες από τα κατεχόμενα αλλά ηχηρό το σύνθημα δεν ξεχνώ. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που ο Μόντης μετακόμισε ήδη στους στίχους του και δεν θα μας δει να μένουμε για δεύτερη φορά χωρίς εσωτερικό προσανατολισμό.
Το πρόβλημα που δημιουργεί η εγκατάλειψη αυτού του συνθήματος δεν είναι μόνο προσωπικό και υπαρξιακό για πολλούς από μας –τους έχοντες την κατάρα να σκέπτονται, να πιστεύουν και να ενθυμούνται. Είναι και κοινωνικό, είναι και πολιτικό και είναι, σαφέστατα και κατά βάση, εθνικό. Η κατά παραγγελία μνήμη και λήθη θα οδηγήσει στην ‘αμοιβαδοποίησή’ μας σε εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο και αυτή θα μας σύρει εν τέλει στην ανυπαρξία – σε κάθε επίπεδο.
Είμαστε, λοιπόν, μια γενιά που χάριν του (συμ)βιώσιμου πρέπει είτε –εξάπαντος και γρήγορα – να συμβιβαστεί ή να περιθωριοποιηθεί. Μπορεί όμως η γενιά αυτή να συμβιβαστεί και να προετοιμαστεί ταχύτατα – μέχρι το τέλος του χρόνου, λένε οι διαδόσεις – για την καινούργια επιβαλλόμενη πραγματικότητα; Έχει, από την άλλη, η Κύπρος των εξακοσίων χιλιάδων, με τον γηράσκοντα, θνησιγενή πληθυσμό της, την πολυτέλεια να περιθωριοποιήσει και να θυσιάσει τη γενιά αυτή;
Γενιά που η ύπαρξη της, όπως και το σύνθημα που την ορίζει, σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί ψηφοθηρικούς σκοπούς. Για να ανεβάζει κυβερνήσεις που ρητόρευαν από μπαλκόνια για την επιστροφή όλων των προσφύγων και ευαγγέλλονταν – εντός – τη Μνήμη ενώ εν χορώ και μέσα από τα δόντια τους έψαλλαν σιγανά αλλά επίμονα – πάντα εκτός – τη Λήθη.
Θα είμαστε εμείς, η γενιά του δεν ξεχνώ, η γενιά που την χρησιμοποίησαν και τώρα θα την περιθωριοποιήσουν ή θα γίνουμε η γενιά που θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της;
Καμιά γενιά στην Κύπρο δεν είναι ίδια με την προηγούμενη ή την επόμενη. Είναι τόσο πολυκύμαντη η ιστορία της Κύπρου ώστε σχεδόν η κάθε γενιά να μεγαλώνει κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από την προηγούμενη μειώνοντας έτσι τις ελπίδες για πολλούς κοινούς κώδικες. Υπήρξε, για παράδειγμα, η γενιά που έζησε τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην Αγγλοκρατία. Αυτή ήταν η γενιά που καλωσόρισε με ελπίδες τους νέους κατακτητές προσβλέποντας στην Ένωση με την Ελλάδα. Υπήρξε η γενιά των Οκτωβριανών και της Παλμεροκρατίας, η οποία στερήθηκε τα οικογενειακά παραδοσιακά γεύματα της Κυριακής γιατί οποιαδήποτε συγκέντρωση πέραν των τριών ατόμων ήταν ύποπτη και απαγορευμένη από τους Άγγλους. Υπήρξε η γενιά που μεγάλωνε στα χρόνια του αγώνα της ΕΟΚΑ, σε κλίμα εθνικής παλιγγενεσίας. Εν μέρει, από τις τυχερότερες γενιές σύγχρονων Ελλήνων. Υπήρξε και η γενιά της Ανεξαρτησίας, χρόνια στα οποία, φυσικά, πρωταγωνίστρια ήταν όχι η ίδια η γενιά αλλά η μέλισσα που τσιμπούσε το -τραγικά και αιώνια – παχύ μας δέρμα. Υπήρξε και η γενιά των παιδιών του 1974, ταλαιπωρημένη γενιά.
Τέλος, υπάρχουμε εμείς, η μεταπολεμική γενιά, η γενιά του δεν ξεχνώ. Πρόκειται για μια γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πραγματικά δύσκολα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κουβαλώντας μέσα της τον βουβό πόνο των ενηλίκων γύρω της που έζησαν μια καταστροφή στην ολότητά της. Μια γενιά που δεν έχει μνήμες από την παλιά, καλή, κακή ή μέτρια συμβίωση και που γνώρισε τους Τούρκους μόνο από φωτογραφίες που σχετίζονταν με την εισβολή. Μια γενιά της οποίας η όλη εκπαίδευση κινήθηκε γύρω από τον άξονα του δεν ξεχνώ και που κατηγορήθηκε συχνά – πυκνά από γονείς και δασκάλους για αδιαφορία, αλλά ίσως –τελικά- να μην αδιαφόρησε.
Αυτή η γενιά βρίσκεται τώρα στο άνθος της ηλικίας της, στο απώγειο της παραγωγικότητας και δημιουργικότητας της. Είναι μια γενιά με απαιτήσεις, όχι μόνο γιατί σε συντριπτικά ποσοστά βγήκε έξω, μορφώθηκε και επέστρεψε οικειοθελώς και με τρομερό δυναμισμό για να κάνει πράξεις αλλά και για έναν ακόμα βασικότατο λόγο. Η γενιά του δεν ξεχνώ είναι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες η μόνη γενιά Ελλήνων στην Κύπρο που μεγάλωσε χωρίς να την ορίζουν κατακτητές, χωρίς έλεγχο στα σχολεία, χωρίς φόρους υποτελείας, χωρίς κέρφιου, χωρίς κρατητήρια και βασανιστήρια. Και η ειδοποιός διαφορά της από τη γενιά της Ανεξαρτησίας: χωρίς συγκρούσεις, μάχες και βομβαρδισμούς. Η γενιά του δεν ξεχνώ μεγάλωσε μεν πολιορκημένη, περικυκλωμένη από οδοφράγματα, αλλά ελεύθερη. Είναι μια γενιά που, ακριβώς επειδή δεν μεγάλωσε δούλη, δεν ξέρει να σκύβει το κεφάλι. Μεγάλωσε σε μια δημοκρατία όπου ο κάθε άνθρωπος είχε μια ψήφο και αυτό θα είναι το μέτρο σύγκρισης της. Δεν είναι όμοια ή εξίσου απεγνωσμένη με τη γενιά που για να ξεφύγει από την Αγγλοκρατία αναγκάστηκε να δεχθεί βραχύβιες πλασματικές ανεξαρτησίες που της προσφέρθηκαν και άλλα δαιμόνια.
Προκύπτει όμως τώρα ολοένα και πιο έντονο το εξής οξύμωρον: αφού δίδαξαν με περισσή επιμονή σε αυτή τη γενιά να μην ξεχνά, της ζητούν τώρα, χωρίς επιλογή, να ξεχάσει. Να ξεχάσει όχι μόνο τα εμφανή αλλά και την Ελευθερία σαν ιδέα, και τη Δικαιοσύνη που διδάχθηκε, και τη Δημοκρατία που έζησε.
Τώρα καλούμαστε να σχίσουμε – άλλη μια φορά, άλλη μια γενιά, άλλη μια ιδέα – τα παλιά μας τετράδια. Αυτά που έφεραν στο εξώφυλλο αχνές τις φωτογραφίες από τα κατεχόμενα αλλά ηχηρό το σύνθημα δεν ξεχνώ. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που ο Μόντης μετακόμισε ήδη στους στίχους του και δεν θα μας δει να μένουμε για δεύτερη φορά χωρίς εσωτερικό προσανατολισμό.
Το πρόβλημα που δημιουργεί η εγκατάλειψη αυτού του συνθήματος δεν είναι μόνο προσωπικό και υπαρξιακό για πολλούς από μας –τους έχοντες την κατάρα να σκέπτονται, να πιστεύουν και να ενθυμούνται. Είναι και κοινωνικό, είναι και πολιτικό και είναι, σαφέστατα και κατά βάση, εθνικό. Η κατά παραγγελία μνήμη και λήθη θα οδηγήσει στην ‘αμοιβαδοποίησή’ μας σε εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο και αυτή θα μας σύρει εν τέλει στην ανυπαρξία – σε κάθε επίπεδο.
Είμαστε, λοιπόν, μια γενιά που χάριν του (συμ)βιώσιμου πρέπει είτε –εξάπαντος και γρήγορα – να συμβιβαστεί ή να περιθωριοποιηθεί. Μπορεί όμως η γενιά αυτή να συμβιβαστεί και να προετοιμαστεί ταχύτατα – μέχρι το τέλος του χρόνου, λένε οι διαδόσεις – για την καινούργια επιβαλλόμενη πραγματικότητα; Έχει, από την άλλη, η Κύπρος των εξακοσίων χιλιάδων, με τον γηράσκοντα, θνησιγενή πληθυσμό της, την πολυτέλεια να περιθωριοποιήσει και να θυσιάσει τη γενιά αυτή;
Γενιά που η ύπαρξη της, όπως και το σύνθημα που την ορίζει, σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί ψηφοθηρικούς σκοπούς. Για να ανεβάζει κυβερνήσεις που ρητόρευαν από μπαλκόνια για την επιστροφή όλων των προσφύγων και ευαγγέλλονταν – εντός – τη Μνήμη ενώ εν χορώ και μέσα από τα δόντια τους έψαλλαν σιγανά αλλά επίμονα – πάντα εκτός – τη Λήθη.
Θα είμαστε εμείς, η γενιά του δεν ξεχνώ, η γενιά που την χρησιμοποίησαν και τώρα θα την περιθωριοποιήσουν ή θα γίνουμε η γενιά που θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου